- πλεονάζει
- πλεονάζωto be morepres ind mp 2nd sgπλεονάζωto be morepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απερίσσευτος — η, ο (Α ἀπερίσσευτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν περισσεύει, δεν πλεονάζει αρχ. ο απέριττος … Dictionary of Greek
κερατιά — (I) και κερατία (ΑΜ κερατία) [κέρας] η κερατέα*, η χαρουπιά («πλεονάζει ὁ ἔβενος καὶ ἡ κερατία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερατιά < κερατία με καταβιβασμό τόνου και συνίζηση (πρβλ. καρδία καρδιά). Ο τ. κερατία < κέρας, τος + κατάλ. ία]. (II)… … Dictionary of Greek
παρέλκω — ΝΑ [έλκω] 1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη 2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.) β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» χωρίς αναβολή) 3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα … Dictionary of Greek
παραπανήσιος — α, ο 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται περισσότερο από το κανονικό, αυτός που πλεονάζει («το φαγητό έχει παραπανήσιο λάδι») 2. περιττός, άχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραπάνω + κατάλ. ήσιος (πρβλ. σπιτ ήσιος)] … Dictionary of Greek
παραπληρωματικός — ή, ό / παραπληρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραπλήρωμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παραπλήρωμα, συμπληρωματικός νεοελλ. φρ. α) «παραπληρωματικές γωνίες» μαθημ. δύο επίπεδες γωνίες τών οποίων το άθροισμα είναι δύο ορθές, δηλ. 180 μοίρες β)… … Dictionary of Greek
περίζυξ — υγος, ὁ, ἡ, και περίζυγος, ον, Α 1. αυτός που περισσεύει από το ζευγάρι, αυτός που πλεονάζει (α. «περίζυγα ἱμάντα» ιμάντα για να αντικαταστήσει, αν χρειαστεί, τον έναν από τους δύο, Ξεν. β. «ἐνωτίδια περίζυγα», επιγρ.) 2. σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
περίσσιος — και περίσσος, α, ο, ΝΜ 1. αυτός που πλεονάζει, που περισσεύει, ο περισσός, ο υπεράριθμος («εις τα περίσσια ανάμεσα κεριά και τες λαμπάδες», Σολωμ.) 2. άφθονος, πολύ πλούσιος σε κάτι («έχουν περίσσια κάλλη», Σολωμ.) 3. αυτός που ξεπερνά το μέτρο,… … Dictionary of Greek
περιουσιαστικός — ή, όν, ΜΑ [περιουσιάζω] 1. ο γεμάτος φιλοφρονήσεις 2. (για πράγμ.) αυτός που πλεονάζει, άφθονος αρχ. 1. αστρολ. αυτός που χαρίζει πλούτο 2. περιττός, ανώφελος … Dictionary of Greek
περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… … Dictionary of Greek
περρίττωμα — το, ΝΜΑ, και περίσσωμα ΜΑ 1. ουσία που πλεονάζει και αποβάλλεται ύστερα από μια εργασία ή από λειτουργία τού οργανισμού ως άχρηστη ύλη και ιδίως τα κόπρανα 2. μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κατακάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + κατάλ … Dictionary of Greek